καπνούρα

καπνούρα
η
πολύς καπνός σκόρπιος στην ατμόσφαιρα: Τι καπνούρα είναι αυτή στο απέναντι χωριό;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καπνούρα — ἡ πολύς καπνός σκορπισμένος στην ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ούρα (πρβλ. θολ ούρα, σκοτ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”